Η
ενδομητρίωση
παρουσιάζεται όταν το ενδομήτριο αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα, συνηθέστερα σε όργανα της πυελικής περιοχής, όπως οι σάλπιγγες, οι ωοθήκες ή πίσω από τη μήτρα, ανά περιπτώσεις ακόμα και στο έντερο και την ουροδόχο κύστη. Σπανίως δε μπορεί να φτάσει και σε μέρη του σώματος που είναι μακριά από τα γεννητικά όργανα (πνεύμονες, εγκέφαλος, ακουστικός πόρος, βλεννογόνος της μύτης).
Αποτελεί ένα από τα συχνότερα και σημαντικότερα αίτια της υπογονιμότητας και μάλιστα σχετίζεται με την παρουσία ινομυωμάτων. Προσβάλλει γυναίκες κάθε ηλικίας που έχουν έμμηνο ρύση και σε σπάνιες περιπτώσεις γυναίκες επιμένει και σε γυναίκες με εμμηνόπαυση. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ενδομητρίωσης είναι το έντονο αίσθημα πόνου στη διάρκεια της περιόδου και κατά την σεξουαλική επαφή καθώς και η αδυναμία σύλληψης παρά τις προσπάθειες για εγκυμοσύνη.
Άλλα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί είναι οι έντονες κράμπες στην περίοδο, ο χρόνιος πόνος στην πυελική περιοχή, ο πόνος στο έντερο, ο πόνος κατά την ούρηση, τα γαστρεντερικά προβλήματα και η κόπωση.
Μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων, η ενδομητρίωση διαγιγνώσκεται με λαπαροσκοπική επέμβαση. Κατά τη λαπαροσκόπηση, ένας μικροσκοπικός φακός εισάγεται μέσω μιας πολύ μικρής τομής στην κοιλιά, έτσι ώστε ο γιατρός να παρατηρήσει εάν υπάρχουν εμφυτεύματα του ιστού. Υπάρχουν περιπτώσεις που χρειάζεται βιοψία για την καλύτερη διάγνωση της πάθησης και εκεί το επόμενο βήμα είναι να αφαίρεση των εμφυτευμάτων.
Μέχρι στιγμής, δυστυχώς, δεν έχει σημειωθεί κάποια θεραπεία για την εξ’ολοκλήρου αντιμετώπιση της πάθησης. Προτεινόμενες θεραπευτικές κινήσεις είναι η χορήγηση αντισυλληπτικών χαπιών, μη στεοειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και γοναδοτροπίνης προγεστίνης. Με τις συγκεκριμένες προσεγγίσεις μπορεί να επιτευχθεί περιορισμός των συμπτωμάτων του πόνου και του μεγέθους του ιστού αλλά όχι η βελτίωση της γονιμότητας, η οποία μπορεί να προκληθεί μόνο με τη χειρουργική επέμβαση.
Ένας μύθος που επικρατεί γύρω από την ενδομητρίωση είναι ότι αυτή απαλοίφεται μετά την εγκυμοσύνη. Στην πραγματικότητα παρόλο που μπορεί να υπάρξει συρρίκνωση των ενδομητριωσικών εστιών, λόγω των ορμονικών αλλαγών και της παύσης της ωορηξίας, δεν εξαφανίζονται. Μάλιστα, μετά τον τοκετό και τον θηλασμό έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις με εντονότερα συμπτώματα.